ἀκέαστος

ἀκέαστος
ἀκέαστος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακέαστος — ἀκέαστος, ον (Α) [κεάζω] αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χωριστεί, ο αδιαίρετος «ἀκέαστος φύσις» < Γρηγ. Ναζ. IΙΙ, 404 Α, 414 Α) …   Dictionary of Greek

  • ἀκέαστον — ἀκέαστος masc/fem acc sg ἀκέαστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”